Ήταν αρχές καλοκαιριού, κάποτε παλιά, ας πούμε στα τέλη της δεκαετίας του '80.
Ένας από τους δήμους της νότιας Αττικής, φουριόζος στα πολιτιστικά (ήταν η χρυσή εποχή των πνευματικών κέντρων των δήμων βλέπετε) οργάνωνε κάθε χρόνο καποιες μουσικές εκδηλώσεις, συναυλίες, παρουσιάσεις συνόλων ή μεμονωμένων μουσικών.
Βραδιές όμορφες, ανακατέματα ήχων, γνωριμίες, έξοδοι μετά σε μπαράκια ή και σπίτια φιλόξενα, όπου αρκούσε η παρέα και η μουσική για να περάσουν καλά οι άνθρωποι...
Κάποιες από τις βραδιές αυτές ήταν ξεχωριστές, καλλιτέχνες ήδη γνωστοί που μοιράζονταν το τάλαντο τους με τους ευτυχείς θεατές που βίωναν τη μέθεξη λίγο μακριά από το σπίτι και τη γειτονιά τους, καλλιτέχνες που έγιναν γνωστοί και στους λίγους τότε τυχερούς έχουν μείνει οι αναμνήσεις από τις πρώτες εμφανίσεις...
Μια τέτοια βραδιά, που το τμήμα από το φροντιστήριο έβγαζε βόλτα τα παιδιά του για σουβλάκι 2 στενά παρακάτω (τώρα οργανώνονται ολονύκτιες εξορμήσεις σε γνωστά ρεμπετάδικα), ένα από τα παιδιά, έφυγε τρέχοντας για το Πνευματικό Κέντρο, γιατί είχε συναυλία εκείνο το βράδυ, υπό τα ειρωνικά βλέμματα των συμμαθητών καθώς η συναυλία ήταν "κλασσικούρα" δηλ. κλασσικής μουσικής.
Δεν πείραζε όμως, άξιζε τον κόπο, δύο μόλις μουσικοί, ένας πιανίστας κι ένας βιολοντσελίστας, σημαντικοί κιόλας, ευγενείς για να ανταποκριθούν στο ταπεινό κάλεσμα μιας αίθουσας χωρίς ιδιαίτερη ηχητική, χωρίς σοβαρές υποδομές, παρά μόνο με την τρέλα και την αγάπη όσων προσπαθούσαν.... αυτοί οι δύο με τις σπουδές, τα ρεσιτάλ, τη διεθνή ήδη καριέρα...
...και το παιδι? Α ναι, αυτό ήταν χωμένο ήδη από νωρίς στα δρώμενα, έτρεχε, συμμετείχε, βοηθούσε όπου μπορούσε, ζούσε το δικό του μικρό μουσικό όνειρο μέσα από τη χορωδία της πόλης (ένα από εκείνα τα όνειρα που επιστρέφουν κι εκδικούνται, αμείλικτα και με μαθηματική ακρίβεια, αλλά δεν είναι της παρούσης...).
Εκείνο το βραδάκι, το παιδί έφτασε λαχανιασμένο στην αίθουσα και έμαθε ότι μιας και όλοι είχαν κάτι άλλο να κάνουν ή απλά ντρέπονταν να ανέβουν στη σκηνή, έπρεπε να παρουσιάσει την εκδήλωση. "Πάλι στο απροειδοποίητο, πάλι χωρίς κείμενα" σκέφτηκε...
Μάζεψε το κουράγιο του, χτύπησε την πόρτα του καμαρινιού που είχαν απομονωθεί οι δύο μουσικοί και μπήκε μέσα.
Είχε θάρρος γενικά, άνεση με μικρόφωνα και παρουσιάσεις, αλλά εκεί μέσα, απέναντι τους, απλα προσπάθησε να μην τα χασει.
Συστήθηκε, είπε ότι θα τους παρουσίαζε και πως ήταν μεγάλη τιμή, ευχαρίστησε γι άλλη μια φορά για την παρουσία τους εκεί και πως ήταν στη διάθεση τους αν ήθελαν κατι... και ήθελαν, κάτι απλό, επαγγελματικό κι αυτονόητο.
"Σας ευχαριστούμε δεσποινίς, πείτε μας μόνο σε ποια ατάκα σας βγαίνουμε στη σκηνή" είπε ο πιανίστας και η "δεσποινίς" τοχασε το πάτωμα κάτω από τα πόδια της κι έμεινε να κοιτάζει σα χάνος για τη μοναδική φορά στη ζωή της που το έπαθε αυτό.
Και καλά εκανε και το έπαθε.
Γιατί της είχε μιλήσει ο Άρης Γαρουφαλής, ο πιανίστας που σήμερα, ξεκίνησε το δικό του ταξίδι στον κόσμο της αιώνιας μελωδίας για να συναντήσει όλους εκείνους που έκαναν τη ζωή μας πιο όμορφη, πιο αρμονική, πιο μουσική, ό,τι κι αν έχουν γράψει ή ερμηνεύσει.
Για την ιστορία, ο δεύτερος μουσικός ήταν ο Σωτήρης Ταχιάτης,
το όνομα του παιδιού δεν έχει καμιά μα καμιά σημασία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου